εύζωμος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(15)
(No difference)

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)
1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμον
αρωματικό φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός.