εύζωμος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)
1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμον
αρωματικό φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός.