εύζωμος

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)
1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμον
αρωματικό φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός.