η: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(No difference)
|
(16) |
(No difference)
|
(AM ἡ)
θηλ. του άρθρ. ὁ, (ἡ, το)
αρχ.
στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].———————— (VII)
ἥ (Α)
θηλ. της αναφ. αντων. ὅς (ἥ, ὅ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].