αντί

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

(I)
και αντίς πρόθ. (AM ἀντί)
1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ
«στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ' άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.)
«μηδ' ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῖν» (Ησίοδ.)
2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση
«παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον» (Ηρόδ.) «αντί μετρητά του έδωσα τρόφιμα»
3. (για πρόσ.) σε αναπλήρωση
«παρέστη αντί του υπουργού», «οὐκ ἄν τις οὔτ' ἔμαρψεν ἄλλος ἀντ' ἐμοῦ» (Σοφ.)
4. σε ανταπόδοση
«αντί κακό κάνε καλό», «ἀντὶ τῶν πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπολαῡσαι» (Πλατ.)
5. σε έκφραση αντίθεσης προς το συνηθισμένο, το φυσικό ή αναμενόμενο. «αντί παπάς καντηλανάφτης», «ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο» (Όμηρ.)
6. σε έκφραση της ισοδύναμης ή καταβαλλόμενης τιμής για κάτι
«τρεις τόμοι αντί χιλίων δραχμών», «ἀντὶ ταλάντου πριάμενος» (Θεμίστ.)
7. σε έκφρ. σύγκρισης «αντί πλούσιος και άτιμος κάλλιο φτωχός και τίμιος» «ἕν ἀνθ' ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἐγὼ θείην» (Πλ.)
μσν.
«ὁ ἀντὶς δῆμος» — η μερίδα η αντίθετη από εκείνη που είχε την προτίμηση του κοινού στους αγώνες του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης
αρχ.
1. όπισθεν, πίσω
2.προς δήλωση του ισοδύναμου, υπέρτερου ή προτιμητέου
«ὅν ἀγώνα ἐγώ φημί ἀντὶ πάντων τῶν ἐνθάδε ἀγώνων εἶναι»
3. προς έκφραση αιτίας ή σκοπού
«τίδ' ἔστιν ἀνθ' οὗ ἔχεις ἀθυμίαν;» (Σοφ.)
4. για χάρη κάποιου
5.πλεοναστικά εμπρός από β' όρο σύγκρισης. «καὶ μεῖζον ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω» (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί, που επικράτησε του άντα, χρησιμοποιήθηκε τόσο ως προρρηματικό όσο και ως πρόθεση. Πρόκειται για τοπική πτώση αρχικού ριζικού θέματος αντ-, με βασικές σημασίες «ενώπιον, έναντι, μπροστά» και «έναντι, απέναντι» όταν συντάσσεται με γεν., ενώ σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιείται και με έννοια χρονική, διανεμητική. Ετυμολογικά συνδέεται με το αρχ. ινδ. anti επίρρ. «απέναντι, μπροστά, κοντά», χεττ. hanti, λατ. ante κ.ά. Ο νεοελλ. τ. αντίς προέκυψε αναλογικά προς το χωρίς
πιθ. κατά την έκφραση «χωρίς να» προήλθε το «αντίς να», με επέκταση και σε άλλες χρήσεις. Στη νεοελληνική χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως αντικατάσταση, αναπλήρωση, συντασσόμενο είτε με γενική είτε, συχνότερα, από κοινού με την πρόθεση για (αντί για) (πρβλ. «αντί για τον πρόεδρο ο γενικός γραμματέας»). Το αντί χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό επιρρημάτων: έναντι (Κρητ. ίναντι), απέναντι, κατέναντι.
ΠΑΡ. αρχ. αντίος, αντιάω].
(II)
το (AM ἀντίον)
1. κυλινδρικό ξύλο του αργαλιού, στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα
2. ολόκληρος ο αργαλιός. (πρβλ. αντίος].