ἤμορος: Difference between revisions

16
(6_16)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤμορος''': -ον, = [[ἄμοιρος]], Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.
|lstext='''ἤμορος''': -ον, = [[ἄμοιρος]], Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἤμορος]], -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)<br />[[αμέτοχος]], [[άμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό, με ιων. <i>μα</i>-, κρότητα <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[τμήμα]]-[[μοίρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. [[άμμορος]]). Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρείται η [[γλώσσα]] [[ήμορος]]<br />[[άμοιρος]], <i>το</i> θηλ. [[ημορίς]]<br /><i>κενή</i>, <i>εστερημένη</i> [[καθώς]] και ο ρηματ. τ. <i>ημόριζεν</i><br /><i>άμοιρον εποίησεν</i>].
}}
}}