ἤμορος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤμορος Medium diacritics: ἤμορος Low diacritics: ήμορος Capitals: ΗΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ḗmoros Transliteration B: ēmoros Transliteration C: imoros Beta Code: h)/moros

English (LSJ)

ἤμορον, = ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος Ion. form = Aeol. ἄμμορος (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1171] VLL. = ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἤμορος: -ον, = ἄμοιρος, Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.

Greek Monolingual

ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ἄμοιρος; from there ἠμορίς κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- remember, receive as share
Etymology: IA from *ἄ-σμορος and identical with Hom. (Aeol.) ἄ-μμορος; s. μείρομαι (μόρος, μοῖρα) and κάμμορος. - Schwyzer 310; s. also Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).

Frisk Etymology German

ἤμορος: {ḗmoros}
Meaning: ἄμοιρος; davon ἠμορίς· κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Etymology : Ion. att. aus *ἄσμορος und mit hom. (äol.) ἄμμορος identisch; s. zu μείρομαι (μόρος, μοῖρα) und κάμμορος. — Schwyzer 310; vgl. noch Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).
Page 1,637