θορόνιο: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(17)
(No difference)

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
χημ.
ισότοπο του ραδιενεργού χημικού στοιχείου και ευγενούς αερίου ραδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thoron < thor- < thorium (πρβλ. θόριον) + -on].