θηριόστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(6_17)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριόστερνος''': -ον, ἔχων [[στέρνον]] θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.
|lstext='''θηριόστερνος''': -ον, ἔχων [[στέρνον]] θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρύ</i>-<i>στερνος</i>, <i>λασιό</i>-<i>στερνος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.

Greek Monolingual

θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ-στερνος, λασιό-στερνος].