θωρακεῖον: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mantelet <i>ou</i> défense d’un rempart.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]].
|btext=ου (τό) :<br />mantelet <i>ou</i> défense d’un rempart.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=θωρακεῑον, τὸ (Α) [[θώραξ]]<br /><b>1.</b> (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό [[τείχος]], [[προπέτασμα]], [[θώρακας]], [[θωράκιο]]<br /><b>2.</b> (για [[επιφάνεια]] τοίχου) [[τμήμα]] που φθάνει στο ύψος του στήθους<br /><b>3.</b> (για τριήρη) [[κουπαστή]]<br /><b>4.</b> [[ακρόπρωρο]], διακοσμητικό [[σύμβολο]] ή [[μορφή]] στην [[πλώρη]] τών πλοίων<br /><b>5.</b> [[θώρακας]] πανοπλίας<br /><b>6.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]].
}}
}}