Anonymous

θωρακεῖον: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=θωρακεῑον, τὸ (Α) [[θώραξ]]<br /><b>1.</b> (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό [[τείχος]], [[προπέτασμα]], [[θώρακας]], [[θωράκιο]]<br /><b>2.</b> (για [[επιφάνεια]] τοίχου) [[τμήμα]] που φθάνει στο ύψος του στήθους<br /><b>3.</b> (για τριήρη) [[κουπαστή]]<br /><b>4.</b> [[ακρόπρωρο]], διακοσμητικό [[σύμβολο]] ή [[μορφή]] στην [[πλώρη]] τών πλοίων<br /><b>5.</b> [[θώρακας]] πανοπλίας<br /><b>6.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]].
|mltxt=θωρακεῑον, τὸ (Α) [[θώραξ]]<br /><b>1.</b> (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό [[τείχος]], [[προπέτασμα]], [[θώρακας]], [[θωράκιο]]<br /><b>2.</b> (για [[επιφάνεια]] τοίχου) [[τμήμα]] που φθάνει στο ύψος του στήθους<br /><b>3.</b> (για τριήρη) [[κουπαστή]]<br /><b>4.</b> [[ακρόπρωρο]], διακοσμητικό [[σύμβολο]] ή [[μορφή]] στην [[πλώρη]] τών πλοίων<br /><b>5.</b> [[θώρακας]] πανοπλίας<br /><b>6.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θωρᾱκεῖον:''' τό, = [[θώραξ]] III, εξωτερικό [[τείχος]], σε Αισχύλ.
}}
}}