καμηλίτης: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῡς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-[[ίτης]], <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}