καμηλίτης
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2.
2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.
II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].
Translations
Arabic: جَمَّال, جَمَّالَة; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare