καρδαμίζω: Difference between revisions

19
(6_1)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρδᾰμίζω''': ([[κάρδαμον]]) ὁμιλῶ περὶ καρδάμων, ἐχθὲς [[ἔφαγον]] κάρδαμα λέγει ὁ Μνησίλοχος· τί καρδαμίζεις; οὐ βαδιεῖ δεῦρ’ ὡς ἐμέ; τί φλυαρεῖς περὶ καρδάμων; δὲν θὰ βαδίσεις πρὸς ἐμέ; ἀποκρίνεται ὁ Κλεισθένης, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616 καὶ 617.
|lstext='''καρδᾰμίζω''': ([[κάρδαμον]]) ὁμιλῶ περὶ καρδάμων, ἐχθὲς [[ἔφαγον]] κάρδαμα λέγει ὁ Μνησίλοχος· τί καρδαμίζεις; οὐ βαδιεῖ δεῦρ’ ὡς ἐμέ; τί φλυαρεῖς περὶ καρδάμων; δὲν θὰ βαδίσεις πρὸς ἐμέ; ἀποκρίνεται ὁ Κλεισθένης, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616 καὶ 617.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρδαμίζω]] (Α) [[κάρδαμο]]<br />[[μιλώ]] για κάρδαμα, δηλ. λέω ανοησίες.
}}
}}