κατάψυκτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_18)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάψυκτος]], -ον (Μ) [[καταψύχω]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κατάψυξη]], ο [[δεκτικός]] καταψύξεως.
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.

Greek Monolingual

κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχω
αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.