πειθαρχία

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχία Medium diacritics: πειθαρχία Low diacritics: πειθαρχία Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Transliteration A: peitharchía Transliteration B: peitharchia Transliteration C: peitharchia Beta Code: peiqarxi/a

English (LSJ)

ἡ, obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R. 538e.

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθαρχία -ας, ἡ [πείθαρχος] gehoorzaamheid aan het gezag.

Russian (Dvoretsky)

πειθαρχία:послушание, повиновение Aesch., Soph., Isocr., Plat.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγήπειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.

Greek Monotonic

πειθαρχία: ἡ, υπακοή σε διαταγή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.

Middle Liddell

πειθαρχία, ἡ,
obedience to command, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

obedience

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Albanian: bindje; Arabic: طَاعَة‎, إِطَاعَة‎; Egyptian Arabic: طاعة‎; Armenian: հնազանդություն; Asturian: obediencia; Azerbaijani: itaət; Belarusian: паслухмянасць, пакорнасць, пакора, пакорлівасць; Bulgarian: подчинение, покорство; Catalan: obediència; Cherokee: ᎪᎯᏳᎯ; Chinese Mandarin: 百依百順, 百依百顺, 服從, 服从; Czech: poslušnost; Danish: lydighed; Dutch: gehoorzaamheid; Esperanto: obeemo; Estonian: sõnakuulelikkus; Faroese: lýdni; Finnish: kuuliaisuus; French: obéissance; Galician: obediencia; Georgian: მორჩილი; German: Gehorsam, Folgsamkeit, Gehorsamkeit; Greek: υπακοή, πειθαρχία; Ancient Greek: ὑπακοή, πειθαρχία; Hebrew: צַיְתָנוּת‎; Hindi: अनुपालन, आज्ञाकारिता, इताअत; Hungarian: engedelmesség; Indonesian: kepatuhan; Interlingua: obedientia; Irish: umhlaíocht; Italian: obbedienza; Japanese: 服従, 恭順, 順守; Kazakh: бағындыру, бағыну; Korean: 복종(服從); Kurdish Northern Kurdish: guhdarî; Kyrgyz: бойсунуучулук; Latin: oboedientia; Latvian: paklausība, rātnība; Lithuanian: paklusnumas, paklusimas; Macedonian: послушност; Malayalam: അനുസരണം; Mongolian Cyrillic: дуулгавар, дуулгавартай байдал; Norwegian Bokmål: lydighet; Old English: hīersumnes; Persian: رامی‎, اطاعت‎; Polish: posłuszeństwo; Portuguese: obediência; Romanian: ascultare, supunere; Russian: послушание, покорность, подчинение, повиновение; Sanskrit: अरमति; Serbo-Croatian Cyrillic: покорно̄ст, послушно̄ст; Roman: pokórnōst, poslúšnōst; Slovak: poslušnosť; Slovene: poslušnost; Spanish: obediencia; Swahili: taa; Swedish: lydnad; Tagalog: pagsunod; Tajik: итоат, фармонбардорӣ, итоаткорӣ; Telugu: విధేయత; Thai: การเชื่อฟัง; Turkish: itaatkârlık, itaatlilik; Ukrainian: покі́рність, послушність, покора, слухняність, послухняність; Urdu: اطاعت‎; Uyghur: ئىتائەت‎; Uzbek: boʻysunish, itoat; Vietnamese: sự nghe lời; Welsh: ufudd-dod; Westrobothnian: lydn, lidn; Yiddish: פֿאָלגן‎; Yoruba: igboran