κερτόμιος: Difference between revisions

20
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[κείρω]]): taunting, [[cutting]], ἔπτα, Il. 4.6; [[also]] as subst., κερτόμια (=[[κερτομίαι]]), Il. 1.539, Od. 9.474.
|auten=(cf. [[κείρω]]): taunting, [[cutting]], ἔπτα, Il. 4.6; [[also]] as subst., κερτόμια (=[[κερτομίαι]]), Il. 1.539, Od. 9.474.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερτόμιος]] και [[κερτόμεος]], -ον (Α) [[κερτόμος]]<br />αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειραχτικός]], [[υβριστικός]] («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}