Anonymous

κερτόμιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερτόμιος]] και [[κερτόμεος]], -ον (Α) [[κερτόμος]]<br />αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειραχτικός]], [[υβριστικός]] («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[κερτόμιος]] και [[κερτόμεος]], -ον (Α) [[κερτόμος]]<br />αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειραχτικός]], [[υβριστικός]] («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερτόμιος:''' και [[κέρτομος]], -ον ([[κέαρ]], [[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κεντά την [[καρδιά]], [[πειρακτικός]], [[λοίδορος]], [[ονειδιστικός]], σε Ομήρ. Οδ.· Δίακερτομίοις [[ἐπέεσσι]], σε Όμηρ.· επίσης, <i>κερτομίοισι</i> ([[χωρίς]] το [[ἐπέεσσι]]), στον ίδ.· <i>κέρτομα βάζειν</i>, σε Ησίοδ.· <i>χόροι κέρτομοι</i>, υβριστικοί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκωπτικός]], [[απατηλός]], [[κέρτομος]] [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
}}