κερκάς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_4)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερκάς''': -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ [[ὄρνεον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κερκάς''': -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ [[ὄρνεον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κρὲξ τὸ [[ὄρνεον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρέξ]]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κερκάς: -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ ὄρνεον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ].