κερτομώ: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

κερτομῶ, -έω (ΑΜ)
κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.
β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ' αὖθις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρτομος].