κηραμύντης: Difference between revisions

20
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρᾰμύντης''': -ου, ὁ, ([[ἀμύνω]]) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.
|lstext='''κηρᾰμύντης''': -ου, ὁ, ([[ἀμύνω]]) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηραμύντης]], ὁ (Α)<br />(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> [[αμύντης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>άμννω</i> «υπερασπίζομαι»)].
}}
}}