κηραμύντης

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρᾰμύντης Medium diacritics: κηραμύντης Low diacritics: κηραμύντης Capitals: ΚΗΡΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: kēramýntēs Transliteration B: kēramyntēs Transliteration C: kiramyntis Beta Code: khramu/nths

English (LSJ)

κηραμύντου, ὁ, ἀμύνω) averter of evil, epithet of Heracles, Lyc. 663.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.

Greek (Liddell-Scott)

κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.

Greek Monolingual

κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].