3,258,334
edits
(6_11) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | |lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά. | |||
}} | }} |