κομπαστικός: Difference between revisions

21
(6_11)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147.
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά.
}}
}}