κομπαστικός
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
κομπαστική, κομπαστικόν, braggart, Poll.9.146. Adv. κομπαστικῶς ib.147.
German (Pape)
[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.