Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(21) |
(No difference)
|
κορβᾱν (Α)
άκλ. προσφορά στον θεό, ανάθημα, αφιέρωμα («κορβᾱν, ὅ έστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῡ ὠφεληθῇς», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»].