κορύθιον: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_22)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορύθιον''': ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρυς]], Γλωσσ.
|lstext='''κορύθιον''': ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρυς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορύθιον]], τὸ (Α)<br />μικρή [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κορύθιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ κόρυς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορύθιον, τὸ (Α)
μικρή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον].