περικεφαλαία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (Strong)
feminine of a compound of περί and κεφαλή; encirclement of the head, i.e. a helmet: helmet.
English (Thayer)
περικεφαλαίας, ἡ (περί and κεφαλή), a helmet: τοῦ σωτηρίου (from Polybius; the Sept. for כּובַע .)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής που αποτελούσε μέρος του αμυντικού εξοπλισμού τών στρατιωτών (α. «η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη» β. «στην περικεφαλαία του ήτο ζγουραφισμένο αμάξι», Ερωτόκρ.
γ. «τὰς δὲ περικεφαλαίας ὑποτιθέναι τοῖς ὅπλοις», Πολ.)
νεοελλ.
1. παιδική απομίμηση αυτού του καλύμματος από χαρτί ή χαρτόνι
2. φρ. «βλάκας με περικεφαλαία» — βλάκας σε πολύ μεγάλο βαθμό
αρχ.
1. είδος αρρώστιας της κεφαλής
2. ονομασία επιδέσμου του κεφαλιού
3. το τμήμα της πλώρης του πλοίου που προεξέχει και βρίσκεται ανάμεσα στο έμβολο και στην προεμβολίδα
4. (κατά τον Ησύχ.) «φενάκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. περικεφάλαιος.
Greek Monotonic
περικεφαλαία: ἡ, κάλυμμα για το κεφάλι, περικεφαλαία, κράνος, σε Πολύβ.· επίσης, περικεφάλαιον, τό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περικεφᾰλαία: ἡ головной убор, шлем Polyb., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικεφαλαία -ας, ἡ [περί, κεφαλή] helm; overdr.. ἡ περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου de helm van de verlossing NT Eph. 6.17.
Middle Liddell
περι-κεφαλαία, ἡ,
a covering for the head, a helmet, cap, Polyb.; also περικεφάλαιον, ου, τό, Polyb.
Chinese
原文音譯:perikefala⋯a 胚里-咳法來阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:圍繞-頭
字義溯源:圍繞著頭的,頭盔,鋼盔;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κεφαλή)*=頭)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);弗(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 頭盔(2) 弗6:17; 帖前5:8
Translations
helmet
Afrikaans: helm; Albanian: kokore, përkrenare, tarogzë; Arabic: خُوذَة; Hijazi Arabic: خوذة; Armenian: սաղավարտ; Asturian: cascu, yelmu; Azerbaijani: dəbilqə, kaska; Basque: kasko; Belarusian: шалом, каска; Bulgarian: шлем, каска; Burmese: ဦးခေါင်းဆောင်; Catalan: casc, elm; Chagatai: دبولغه, توبولغا; Chinese Mandarin: 鋼盔/钢盔, 頭盔/头盔; Czech: helma, helmice, přilba, přilbice; Danish: hjelm; Dutch: helm; Esperanto: kasko; Estonian: kiiver; Extremaduran: cascu; Finnish: kypärä; French: casque; Galician: casco, elmo, gocete, borguiñota, camal, chola; Georgian: ჩაფხუტი, მუზარადი; German: Helm; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐌼𐍃; Greek: κράνος; Ancient Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic: hjálmur; Indonesian: helm; Irish: ceannbheart, clogad, cafarr; Italian: casco, elmetto; Japanese: ヘルメット, 兜; Kalmyk: дуулх; Kazakh: дулығ; Korean: 투구, 헬멧; Kumyk: давулгъа, темир бёрк; Kyrgyz: туулга; Lao: ໝວກກັນກະທົບ; Latin: cassis, galea; Latvian: ķivere; Lithuanian: šalmas; Macedonian: шлем, кацига; Malay: topi keledar; Maltese: elmu; Maori: pōtae mārō; Mongolian Cyrillic: дуулга; Norwegian Bokmål: hjelm; Nynorsk: hjelm; Occitan: casco; Old Anatolian Turkish: توغلقه; Old Church Slavonic Cyrillic: шлѣмъ; Old East Slavic: шеломъ; Old English: helm; Old Norse: hjalmr; Old Polish: szłom; Ottoman Turkish: باشلق, توولغه, تولغه, تولقه, تغلغه, توغلغه; Persian: کلاه ایمنی ورزشی, خود, کلاه ایمنی, کلاه کاسکت; Plautdietsch: Schiltmetz; Polish: hełm, kask; Portuguese: capacete, elmo; Romanian: cască, coif; Russian: шлем, каска, шелом; Scottish Gaelic: clogaid; Serbo-Croatian Cyrillic: шле̏м, ка̀цига; Roman: šlȅm, kàciga; Slovak: helma, prilba; Slovene: čelada; Sorbian Lower Sorbian: nagłownik, nagłowk; Upper Sorbian: nahłownik, helm; Spanish: casco, yelmo; Swahili: helmeti, kofia ya chuma; Swedish: hjälm; Tagalog: kasko; Telugu: శిరస్త్రాణము; Thai: หมวกนิรภัย, หมวกเชื่อม; Tibetan: རྨོག; Turkish: kask, miğfer; Turkmen: tuwalga; Ukrainian: шолом, каска; Uzbek: dubulgʻa; Vietnamese: mũ bảo hiểm, nón bảo hiểm; Welsh: helm, helmed, helmedau