κρούπεζαι: Difference between revisions

22
(6_4)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρούπεζαι''': -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν [[ὅπως]] δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― [[ὡσαύτως]], κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, [[Πολυδ]]. Ι΄, 153· [[ὅθεν]], κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.
|lstext='''κρούπεζαι''': -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν [[ὅπως]] δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― [[ὡσαύτως]], κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, [[Πολυδ]]. Ι΄, 153· [[ὅθεν]], κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρούπεζαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το [[πάτημα]] των ελιών<br /><b>2.</b> όμοια παπούτσια που φορούσαν στη [[σκηνή]] οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρού</i>-<i>πεζαι</i> [[είναι]] σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από [[φράση]]) <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>, [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. [[είναι]] «[[χτυπώ]] το [[πόδι]]» ή «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]]»].
}}
}}