κρούπεζαι
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
αἱ, high wooden shoes, used in Boeotia for treading olives, and worn on the stage by flute-players to beat time, Paus. Gr.Fr.239, Poll.7.87 (sg.), Phot.:—also κρούπαλα, τά, S.Fr.44; κρούπετα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρούπεζαι: -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν ὅπως δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, Πολυδ. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― ὡσαύτως, κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 153· ὅθεν, κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρούπεζαι, αἱ (Α)
1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών
2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού-πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από φράση) < κρούω + πέζα (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. πούς), πρβλ. αργυρό-πεζα, οπότε η αρχ. σημ. της λ. είναι «χτυπώ το πόδι» ή «χτυπώ με το πόδι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl. (-ζα sg.)
Meaning: wooden shoes to press olives or to indicate the dance-rhythm (Paus. Gr., Poll., Phot.).
Other forms: Byforms: κρούπαλα (S. Fr. 44; cf. e.g. κρόταλα), κρούπανα (H., after instrument names in -ανον), -πετα (H.; example?).
Compounds: κρουπεζο-φόροι pl. name of the Boeotians (Cratin.).
Derivatives: Dimin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) and κρουπεζούμενος provided with κ. (H.). -
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Governing compound, equal to the expression τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν bump your foot, stamp with the foot; 2. member after ἀργυρό-πεζα a. o. - The byforms (replaced by more understandable forms: folketym.?) suggest some other origin than a compound with -πεδ-; we have κρου-παν/λ-, -πεT-.
Frisk Etymology German
κρούπεζαι: {kroúpezai}
Forms: (-ζα sg.)
Grammar: f. pl.
Meaning: ‘hölzerne Schuhe zum Zertreten der Oliven od. zur Angabe des Tanzrhythmus’ (Paus. Gr., Poll., Phot.);
Composita: κρουπεζοφόροι pl. Ben. der Böoter (Kratin.).
Derivative: Davon das Demin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) und κρουπεζούμενος ‘mit κ. versehen’ (H.).
Etymology: Verbales Rektionskompositum, dem Ausdruck τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν dcn Fnß stoßen, mit dem Fuß stampfen entsprechend; Hinterglied nach ἀργυρόπεζα u. a. — Nebenformen: κρούπαλα (S. Fr. 44; vgl. z.B. κρόταλα), κρούπανα (H., nach Gerätenamen auf -ανον), -πετα (H.; Vorbild?).
Page 2,27