κως: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(Bailly1_3)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[πως]].
|btext=v. [[πως]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].———————— <b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

v. πως.

Greek Monolingual

(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].———————— (II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.