Category:Ancient Greek to French Dictionary
Ancient Greek to French Dictionary
Pages in category "Ancient Greek to French Dictionary"
The following 200 pages are in this category, out of 57,587 total.
(previous page) (next page)O
S
Α
- Α
- αἰ
- αἰάζω
- Αἰάκειον
- Αἰάντειος
- αἰέλουρος
- αἰέν
- αἰένυπνος
- αἰές
- Αἰήτας
- Αἰήτης
- Αἰόλιος
- αἰόλλω
- αἰόλος
- αἰών
- αἰώνιος
- αἰώρα
- αἰώρημα
- Αἰακίδης
- αἰακτός
- αἰανής
- Αἰαντίδης
- Αἰαντίς
- αἰαῖ
- Αἰαῖος
- αἰβοῖ
- αἰγέη
- αἰγίβοσις
- αἰγίβοτος
- αἰγίζω
- αἰγίθαλλος
- αἰγίκνημος
- Αἰγίλια
- αἰγίλιψ
- Αἰγίλιψ
- αἰγίλωψ
- αἰγίνομος
- αἰγίοθος
- αἰγίοχος
- Αἰγίπαν
- αἰγίπλαγκτος
- αἰγίπους
- αἰγίπυρος
- αἰγίς
- αἰγόκερως
- Αἰγύπτιος
- Αἰγαί
- Αἰγαίων
- Αἰγαιών
- αἰγανέη
- Αἰγαῖος
- Αἰγείδης
- Αἰγεύς
- αἰγελάτης
- Αἰγηΐς
- αἰγιαλός
- αἰγιβότης
- αἰγιθήλας
- αἰγιθαλός
- Αἰγικορεῖς
- Αἰγιλιά
- Αἰγιλιεύς
- Αἰγινήτης
- αἰγινόμος
- Αἰγιναίη
- Αἰγιναῖος
- Αἰγινητικός
- αἰγινομεύς
- αἰγιπόδης
- αἰγλήεις
- αἰγλοφανής
- αἰγλᾶς
- αἰγοθήρας
- αἰγοθηρικός
- αἰγοπρόσωπος
- αἰγυπιός
- αἰγυπτιάζω
- Αἰγυπτιακός
- Αἰγυπτιστί
- Αἰγυπτογενής
- αἰγῶνυξ
- Αἰγὸς ποταμοί
- αἰδέομαι
- αἰδέσιμος
- αἰδέσσομαι
- αἰδήμων
- αἰδόφρων
- αἰδώς
- αἰδεσίμως
- αἰδεστός
- αἰδεῖο
- αἰδημόνως
- αἰδοίως
- αἰδοῖον
- αἰδοῖος
- αἰεί
- αἰείμνηστος
- αἰείφρουρος
- αἰειγενέτης
- αἰετός
- αἰζήϊος
- αἰζηός
- αἰθάλη
- αἰθέριος
- αἰθήρ
- Αἰθίοψ
- αἰθός
- αἰθύσσω
- Αἰθαιεύς
- Αἰθαλίδαι
- Αἰθαλίδης
- αἰθαλίων
- αἰθαλόεις
- αἰθαλόω
- Αἰθαλεῖς
- αἰθαλοῦς
- αἰθερώδης
- αἰθερεμβατέω
- αἰθεροδρόμος
- αἰθεροειδής
- Αἰθιόπιος
- Αἰθιοπία
- Αἰθιοπίς
- Αἰθιοπεύς
- Αἰθιοπικός
- αἰθρία
- αἰθρηγενέτης
- αἰθρηγενής
- αἰθριάζω
- αἰθριάω
- αἰθριοκοιτέω
- αἰθυκτήρ
- αἰκάλλω
- αἰκέλιος
- αἰκής
- αἰκία
- αἰκίζομαι
- αἰκίζω
- αἰκῶς
- Αἰμονίδης
- αἰνά
- Αἰνέας
- αἰνέω
- αἰνίζομαι
- αἰνίσσομαι
- αἰνίττομαι
- αἰνόγαμος
- αἰνόθεν
- Αἰνόθεν
- αἰνόθρυπτος
- αἰνόλεκτρος
- αἰνόλινος
- αἰνόλυκος
- αἰνόμορος
- Αἰνόπαρις
- αἰνός
- Αἰνών
- αἰναρέτης
- Αἰνείας
- αἰνετός
- Αἰνιάν
- αἰνιγμός
- αἰνιγματώδης
- αἰνικτός
- αἰνικτηρίως
- αἰνοβίης
- αἰνολέων
- αἰνολαμπής
- αἰνοπάτηρ
- αἰνοπαθής
- αἰνοτόκεια
- αἰνοτύραννος
- αἰνῶς
- Αἰξωνή