κως: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(Bailly1_3)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[πως]].
|btext=v. [[πως]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].———————— <b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

v. πως.

Greek Monolingual

(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].———————— (II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.