λαγηναρία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
βοτ. φυτό της οικογένειας κουκουρβιτίδες, η νεροκολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagenaria < νεολατ. lagenaria < λατ. lagena < ελλ. λάγηνος + κατάλ. -aria].