μελαγχολία: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μελαγχολία]], Α ιων. τ. μελαγχολίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με [[αίσθημα]] ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική [[αναστολή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαριά]] [[δυσθυμία]] που συνοδεύεται από [[τάση]] [[προς]] [[απομόνωση]], [[μεγάλη]] και [[συνεχής]] [[λύπη]], έντονη [[ακεφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται όταν εγχυθεί η [[χολή]] στο [[αίμα]], [[είδος]] παραφροσύνης, [[υποχονδρία]] («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>3.</b> [[αφροσύνη]], [[απερισκεψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] / [[χολή]]). Η λ. [[μελαγχολία]] εντάσσεται σε μια [[ομάδα]] λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου αναφορικά [[προς]] ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η [[αντίληψη]] της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την [[ανάμιξη]] σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι [[εξής]] τύποι: [[αιματώδης]] «[[ενθουσιώδης]], [[πληθωρικός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]), [[φλεγματικός]] «[[ψύχραιμος]], [[απαθής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> «αγγλικό [[φλέγμα]]»), [[χολερικός]] «[[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]» και [[μελαγχολικός]] «[[δύσθυμος]], [[άκεφος]]». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. <i>humor</i> ([[χιούμορ]]) «εύθυμη κριτική [[διάθεση]]» προέρχεται από λατ. <i>humor</i> «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, [[τέλος]], της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών [[είναι]] νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η [[χολή]]», «μού έπρηξε το [[συκώτι]]», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το [[αίμα]]», «μού ανέβηκε το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]]», που χρησιμοποιούνται [[κατά]] κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. [[μελαγχολία]] δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>melancholy</i>, γαλλ. <i>melancholie</i>), ενώ ως [[ιατρικός]] όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. <i>melancholia</i>].
}}
}}