Anonymous

μελαγχολία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαγχολία''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· [[νόσος]] τις, [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.
|lstext='''μελαγχολία''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· [[νόσος]] τις, [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
}}
}}