μοσχοκάρυδο: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Greek Monolingual

και μοσκοκάρυδο και μοσχοκάρυο, το (ΑΜ μοσχοκάρυο, Μ μοσχοκάρυδο και μοσκοκάρυδο και μουσκοκάρυδο)
ο καρπός της μοσχοκαρυδιάς, μπαχαρικό που αποτελείται από τα σπέρματα του αειθαλούς δίοικου δένδρου Μyristica fragrans της οικογένειας μυριστικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)- + κάρυον «καρύδι». Ο τ. μοσχοκάρυδο < μοσχ(ο)- + καρύδι].