λευκόπλευρος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπλευρος''': -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
|lstext='''λευκόπλευρος''': -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λευκές πλευρές.
}}
}}