λευκόπλευρος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
λευκόπλευρον, with white sides, Sch.Theoc.4.45.
German (Pape)
[Seite 34] mit weißen Seiten, Schol. Theocr. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπλευρος: -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
Greek Monolingual
λευκόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκές πλευρές.