λευκόπλευρος
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
λευκόπλευρον, with white sides, Sch.Theoc.4.45.
German (Pape)
[Seite 34] mit weißen Seiten, Schol. Theocr. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπλευρος: -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
Greek Monolingual
λευκόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκές πλευρές.