λευκόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_15)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόχαλκος''': ὁ, ὁ [[ὀρείχαλκος]], Δουκάγγ.
|lstext='''λευκόχαλκος''': ὁ, ὁ [[ὀρείχαλκος]], Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[λευκόχαλκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς<br /><b>μσν.</b><br />μπρούντζος.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχαλκος: ὁ, ὁ ὀρείχαλκος, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (Μ λευκόχαλκος)
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς
μσν.
μπρούντζος.