κράμα
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α κρᾱμα, -άματος)
1. μίγμα, ένωση δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)
2. μεταλλικό προϊόν που προκύπτει από την ενσωμάτωση ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα μέταλλο (α. «κράμα χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῦσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», Στράβ.)
νεοελλ.
σύνθεση ανθρώπινων ιδιοτήτων
αρχ.
φλέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρα- του κεράννυμι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην].