λυγηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
(6_4)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠγηρός''': -ά, -όν, ([[λύγος]]) [[εὔκαμπτος]], [[εὐλύγιστος]], Ἀρχ. Μαθ. 46.
|lstext='''λῠγηρός''': -ά, -όν, ([[λύγος]]) [[εὔκαμπτος]], [[εὐλύγιστος]], Ἀρχ. Μαθ. 46.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (AM [[λυγηρός]], -ά, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[λυγερός]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῠγηρός: -ά, -όν, (λύγος) εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, Ἀρχ. Μαθ. 46.

Greek Monolingual

-ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν)
βλ. λυγερός.