λυκόφανος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(23) |
(No difference)
|
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(23) |
(No difference)
|
λυκόφανος ή λυκόφων (Α)
το φυτό εχινόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φανός (< φανός < φάος), πρβλ. πολύ-φανος].