λυκόφανος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(23)
(No difference)

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

λυκόφανος ή λυκόφων (Α)
το φυτό εχινόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φανός (< φανός < φάος), πρβλ. πολύ-φανος].