μασχαλίζω: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μασχαλίσω;<br />mutiler, <i>propr.</i> placer sous les aisselles d’un cadavre les tronçons de ses bras <i>ou</i> de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[μασχάλη]].
|btext=<i>f.</i> μασχαλίσω;<br />mutiler, <i>propr.</i> placer sous les aisselles d’un cadavre les tronçons de ses bras <i>ou</i> de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[μασχάλη]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μασχαλίζω]]) [[μασχάλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλίζω]] την [[άγκυρα]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[κρεμώ]] την [[άγκυρα]] από τον μασχαλιστήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]<br /><b>2.</b> [[ακρωτηριάζω]] [[πτώμα]], [[επειδή]] υπήρχε η [[πεποίθηση]] στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα [[άκρα]] του θύματός τους και τοποθετώντας τα [[κάτω]] από τις μασχάλες του ή κρεμώντας τα στον τράχηλο του νεκρού ή τον δικό τους θα απέφευγαν την [[εκδίκηση]].
}}
}}