Anonymous

μασχαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μασχαλίζω]]) [[μασχάλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλίζω]] την [[άγκυρα]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[κρεμώ]] την [[άγκυρα]] από τον μασχαλιστήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]<br /><b>2.</b> [[ακρωτηριάζω]] [[πτώμα]], [[επειδή]] υπήρχε η [[πεποίθηση]] στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα [[άκρα]] του θύματός τους και τοποθετώντας τα [[κάτω]] από τις μασχάλες του ή κρεμώντας τα στον τράχηλο του νεκρού ή τον δικό τους θα απέφευγαν την [[εκδίκηση]].
|mltxt=(Α [[μασχαλίζω]]) [[μασχάλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλίζω]] την [[άγκυρα]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[κρεμώ]] την [[άγκυρα]] από τον μασχαλιστήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]<br /><b>2.</b> [[ακρωτηριάζω]] [[πτώμα]], [[επειδή]] υπήρχε η [[πεποίθηση]] στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα [[άκρα]] του θύματός τους και τοποθετώντας τα [[κάτω]] από τις μασχάλες του ή κρεμώντας τα στον τράχηλο του νεκρού ή τον δικό τους θα απέφευγαν την [[εκδίκηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μασχᾰλίζω:''' ([[μασχάλη]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]· [[ακρωτηριάζω]] ένα [[πτώμα]], [[αφού]] οι δολοφόνοι είχαν την [[προκατάληψη]] ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν [[κάτω]] από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}