μηνιαστής: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνιαστής''': ὁ, ([[μηνιάω]]), = ὁ ἐπίμονον ἔχων τὴν ὀργήν, Δίδ. Ἀλ. 1168Α, Ἀναστ. Σιν. 733C, 757C, Μάξ. Ὁμολ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 90, σ. 937.
|lstext='''μηνιαστής''': ὁ, ([[μηνιάω]]), = ὁ ἐπίμονον ἔχων τὴν ὀργήν, Δίδ. Ἀλ. 1168Α, Ἀναστ. Σιν. 733C, 757C, Μάξ. Ὁμολ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 90, σ. 937.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηνιαστής]], ὁ (ΑΜ) [[μηνιάζω]]<br />αυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα.
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μηνιαστής: ὁ, (μηνιάω), = ὁ ἐπίμονον ἔχων τὴν ὀργήν, Δίδ. Ἀλ. 1168Α, Ἀναστ. Σιν. 733C, 757C, Μάξ. Ὁμολ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 90, σ. 937.

Greek Monolingual

μηνιαστής, ὁ (ΑΜ) μηνιάζω
αυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα.