Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκέφᾰλος''': -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.
|lstext='''μονοκέφᾰλος''': -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[κέφαλος]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκέφᾰλος Medium diacritics: μονοκέφαλος Low diacritics: μονοκέφαλος Capitals: ΜΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monoképhalos Transliteration B: monokephalos Transliteration C: monokefalos Beta Code: monoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A one-headed, σκόρδον Dsc.2.152; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ.

German (Pape)

[Seite 203] einköpfig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκέφᾰλος: -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- -κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ-κέφαλος)].