Anonymous

μονοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκέφᾰλος''': -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.
|lstext='''μονοκέφᾰλος''': -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[κέφαλος]])].
}}
}}