μονῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_14)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονῶνυξ''': ὁ, ἡ, = [[μῶνυξ]], Γαλην.· μονώνῠχος, ον, Γεωπ. 16. 1, 12.
|lstext='''μονῶνυξ''': ὁ, ἡ, = [[μῶνυξ]], Γαλην.· μονώνῠχος, ον, Γεωπ. 16. 1, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονώνυξ]], -υχος, -ὁ, ἡ (Μ, Α [[μῶνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ)<br /><b>βλ.</b> [[μονώνυχος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 206] υχος, einhufig, mit ungespaltenem Hufe, wie das Pferd. Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονῶνυξ: ὁ, ἡ, = μῶνυξ, Γαλην.· μονώνῠχος, ον, Γεωπ. 16. 1, 12.

Greek Monolingual

μονώνυξ, -υχος, -ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ)
βλ. μονώνυχος.