ξανθόχολος: Difference between revisions

27
(6_17)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόχολος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197.
|lstext='''ξανθόχολος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθόχολος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ξανθή]], δηλ. κίτρινη, [[χολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] «[[χολή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>)].
}}
}}