ξανθόχολος
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
ξανθόχολον, suffering from jaundice, Ruf.Fr.80, Aët.3.66, dub. in Sch.Il.1.197.
German (Pape)
[Seite 275] mit gelber Galle, Schol. Il. 1, 197.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόχολος: -ον, ὁ ἔχων ξανθήν, κιτρίνην χολήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 197.
Greek Monolingual
ξανθόχολος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθή, δηλ. κίτρινη, χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χόλος «χολή» (πρβλ. πικρόχολος)].