νύννιον: Difference between revisions

27
(8)
 
(27)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nu/nnion
|Beta Code=nu/nnion
|Definition=τό, and νύννιος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lullaby</b>, Hsch.</span>
|Definition=τό, and νύννιος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lullaby</b>, Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
}}
}}